- ξετσίπωτος
- -η, -οαναίσχυντος, αδιάντροπος, αναιδής: Ξετσίπωτο κορίτσι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξετσίπωτος — η, ο αναιδής, αδιάντροπος, αναίσχυντος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < ξετσιπώνω ή < ξ(ε) * + τσίπα] … Dictionary of Greek
αγάνωτος — η, ο (Α ἀγάνωτος, ον) [γανώνω] (για σκεύη χάλκινα και γενικά μεταλλικά) αυτός που δεν επαλείφθηκε με κασσίτερο, ο μη γανωμένος, ακασσιτέρωτος (νεοελλ. φρ.) «μούτρα αγάνωτα», δηλ. άνθρωπος αναιδής, ξετσίπωτος «τενεκές αγάνωτος», για τον αγροίκο… … Dictionary of Greek
αδιάντροπος — η, ο αυτός που δεν αισθάνεται ντροπή, συστολή, αναιδής, ξετσίπωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *δι εντρέπομαι ή < επίθ. αδιάτροπος, παράλλ. τ. τού αδιάτρεπτος: το ν από επίδραση του εντρέ πομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αδιαντροπεύομαι, αδιαντροπιά] … Dictionary of Greek
ανερυθρίαστος — η, ο (Α ἀνερυθρίαστος, ον) [ερυθριώ] αυτός που δεν κοκκινίζει από ντροπή, ξετσίπωτος … Dictionary of Greek
ξεσαμάρωτος — η, ο [ξεσαμαρώνω] 1. (για υποζύγιο) αυτός που δεν έχει σαμάρι 2. μτφ. (για πρόσ.) αναίσχυντος, αδιάντροπος, ξετσίπωτος … Dictionary of Greek
ξετραχηλίζω — 1. (συν. για ένδυμα) κόβω το ύφασμα με τέτοιο τρόπο ώστε να προσαρμόζεται στον τράχηλο, στον λαιμό 2. (το μέσ.) ξετραχηλίζομαι α) αφήνω ακάλυπτο τον λαιμό μου («βγῆκε ἔξω ξετραχηλισμένη») β) μτφ. i) γίνομαι αναιδής, ξετσίπωτος («έχει… … Dictionary of Greek
ξετσιπωσύνη — η [ξετσίπωτος] το γνώρισμα τού ξετσίπωτου, η ξετσιπωσιά, η αδιαντροπιά … Dictionary of Greek
σκυλόμουτρο — το, Ν 1. ρύγχος, μούρη σκύλου 2. μτφ. άνθρωπος αναιδής, θρασύς και ξετσίπωτος, σκυλομούρης … Dictionary of Greek
τολμηρός — ή, ό / τολμηρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τόλμη, άφοβος, ριψοκίνδυνος (α. «τολμηρός άνθρωπος» β. «οὐχ ἐν τι μόνον, ἀλλὰ πολλὰ τολμηρός ἐστι», Λυσ.) 2. αυτός που γίνεται με τόλμη (α. «τολμηρό εγχείρημα» β. «ἀνοίας οὐδὲν τολμηρότερον», Μέν.) 3 … Dictionary of Greek
αδιάντροπος — η, ο αναιδής, ξετσίπωτος: Το φέρσιμό του ήταν αδιάντροπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)